- πλεοναστός
- πλεον-αστός, ή, όν,A numerous,
ὑπὲρ τοὺς πατέρας LXXDe.30.5
; dub.l. in ib.1 Ma.4.35.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑπὲρ τοὺς πατέρας LXXDe.30.5
; dub.l. in ib.1 Ma.4.35.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλεοναστός — ή, όν, Α [πλεονάζω] υπερπληθής, πολυάριθμος … Dictionary of Greek
πλεοναστόν — πλεοναστός numerous masc acc sg πλεοναστός numerous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεόναστο — το, Ν (ορυκτ.) αργιλικό ορυκτό τού μαγνησίου, τού μαγγανίου και τού σιδήρου το οποίο αποτελεί σιδηρούχα ποικιλία τού σπινελλίου, αλλ. κεϋλονίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. pleonaste (< πλεοναστός < πλεονάζω)] … Dictionary of Greek